- πληθωριστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον πληθωρισμό: Οι πληθωριστικές πιέσεις δυσχεραίνουν την εθνική οικονομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.